- κατανάθεμα
- κατανά-θεμα, ατος, τό,A curse, Apoc.22.3; and [suff] κατανα-θεμᾰτίζω, curse, Ev.Matt.26.74, both vv.ll. for καταθ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατανάθεμα — κατανάθεμα, τὸ (Α) κατάρα εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek